Ροφήματα φυτικής προέλευσης στην παιδική διατροφή: Πόσο αθώα είναι;
Ένα επίκαιρο διατροφικό ζήτημα αναλύεται διεξοδικά από την επιστημονική ομάδα του ΙΑΣΩ, προκειμένου οι νέοι γονείς να επιλέξουν με ασφάλεια την καλύτερη λύση για τα παιδιά τους, χωρίς να επηρεάζονται από τάσεις της εποχής.
Tα τελευταία χρόνια, η κατανάλωση ροφημάτων, υποκατάστατων γάλακτος φυτικής προέλευσης, αποτελεί συχνό φαινόμενο, είτε λόγω οικολογικών, πολιτισμικών ή κοινωνικών πεποιθήσεων είτε λόγω ιατρικών αναγκών.
Δυστυχώς, όμως, λόγω της πληθώρας τέτοιων σκευασμάτων στην αγορά και συχνά λόγω της κατανάλωσης τους χωρίς ιατρική καθοδήγηση, οι γονείς πέφτουν άθελά τους σε παγίδες, στην προσπάθειά τους να προσφέρουν στα παιδιά ροφήματα που λανθασμένα θεωρούνται λιγότερο επεξεργασμένα και μεγαλύτερης διατροφικής αξίας από τα καθιερωμένα προϊόντα γάλακτος αγελαδινής προέλευσης.
Η αξία του γάλακτος στην παιδική διατροφή είναι αδιαμφισβήτητη. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO), ο μητρικός θηλασμός αποτελεί την πολυτιμότερη πηγή διατροφής για τους πρώτους 6-12 μήνες της ζωής.
Σε περιπτώσεις που αυτός δεν είναι εφικτός, γάλατα πρώτης και δεύτερης βρεφικής ηλικίας, παρασκευασμένα με βάση το αγελαδινό γάλα, είναι εξίσου κατάλληλα για την κάλυψη των θρεπτικών και θερμιδικών αναγκών του βρέφους. Μετά τους 12 μήνες, η κατανάλωση 2-3 μερίδων γαλακτοκομικών την ημέρα θεωρείται απαραίτητη για το αναπτυσσόμενο παιδί, κυρίως ως πηγή πρωτεϊνών.
Ως γάλα ή γαλακτοκομικό προϊόν ορίζεται οποιοδήποτε προϊόν έχει ως πηγή προέλευσης το αγελαδινό γάλα και έχει θρεπτική σύσταση ισάξια με το αγελαδινό γάλα. Σε αντίθεση, τα ροφήματα φυτικής προέλευσης (π.χ. ρυζιού, αμυγδάλου, καρύδας, βρώμης, σόγιας, κάσιους, λιναρόσπορου), παρ’ όλο που προωθούνται διαφημιστικά με την ονομασία γάλα, υπονοώντας ότι είναι θρεπτικά ισάξια του αγελαδινού, αποτελούν ροφήματα μη ελεγχόμενης από διεθνείς κανονισμούς σύστασης.
Ως αποτέλεσμα, η περιεκτικότητά τους σε σάκχαρα, αλάτι, βιταμίνες και ιχνοστοιχεία είναι αμφίβολη και συχνά σε σημαντική απόκλιση από το αγελαδινό γάλα και φυσικά το μητρικό.
Οι επιπτώσεις για την υγεία τόσο των παιδιών όσο και των ενηλίκων διακυμαίνονται από μερική ή μηδενική κάλυψη των διατροφικών αναγκών (κυρίως βιταμινών A, D, C και σιδήρου) έως και τοξικότητα, όπως π.χ. λόγω υψηλής περιεκτικότητας φυτο-οιστρογόνων στα ροφήματα με βάση τη σόγια, αρσενικού σε ροφήματα ρυζιού και μαγγανίου σε ροφήματα ρυζιού και σόγιας.
Επιπλέον, η πρωτεϊνική αξία των φυτικών σκευασμάτων είναι σημαντικά υποδεέστερη αυτής του αγελαδινού γάλακτος, με περιεκτικότητα πρωτεΐνης 8 g/240 ml (ισοδύναμο ενός ποτηριού) αγελαδινού γάλακτος και 0-1 g/240 ml σε ροφήματα καρύδας ή ρυζιού. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι, για λόγους ευληπτότητας και γεύσης, τα ροφήματα αυτά έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε σάκχαρα (μέχρι και 35 g/240 ml, σε αντίθεση με 13 g/240 ml στο αγελαδινό γάλα), αυξάνοντας το θερμιδικό τους αποτύπωμα.
Τέλος, η προσθήκη σταθεροποιητών, όπως κόμμι χαρουπιού, στα φυτικά ροφήματα δύναται να προκαλέσει γαστρεντερικές διαταραχές, κυρίως στα μικρά παιδιά.
Η επίπτωση των τροφικών αλλεργιών ή δυσανεξιών (με κυριότερη αυτή στην πρωτεΐνη του αγελαδινού γάλακτος), οι οποίες υπερδιαγιγνώσκονται τα τελευταία χρόνια και για τις οποίες τέτοια ροφήματα συχνά χρησιμοποιούνται, είναι πολύ μικρότερη από τη διαφαίνουσα, με αποτέλεσμα την υπερβολική χρήση τέτοιων ροφημάτων χωρίς αποδεδειγμένη ιατρική ένδειξη.
Η διάγνωση οποιασδήποτε τροφικής αλλεργίας πρέπει να γίνεται μόνο από ειδικά εκπαιδευμένους παιδο-γαστρεντερολόγους, σε συνεργασία με παιδο-αλλεργιολόγους και διατροφολόγους. Κατά συνέπεια, η μερική ή ολική κατανάλωση ροφημάτων φυτικής προέλευσης από παιδιά θα πρέπει να παρακολουθείται τακτικά από ειδικούς, προκειμένου να αποφευχθούν πιθανές αρνητικές συνέπειες στην ανάπτυξη και την υγεία τους.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Παιδιατρικής Γαστρεντερολογίας, Ηπατολογίας και Διατροφής (ESPGHAN) έχει εκδώσει συγκεκριμένες οδηγίες για τη διάγνωση και την αντιμετώπιση της πιθανής αλλεργίας στην πρωτεΐνη του αγελαδινού γάλακτος στα βρέφη και τα παιδιά, οι οποίες περιλαμβάνουν γάλατα υδρολυμένης πρωτεΐνης αγελαδινού γάλακτος ή στοιχειακά γάλατα και όχι φυτικά σκευάσματα.
Με άλλα λόγια, η υποαλλεργική δράση αυτών των ροφημάτων είναι αμφίβολη και σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στα σκευάσματα σόγιας, υπάρχει πιθανότητα επιδείνωσης της αλλεργίας, λόγω διασταυρούμενης αντιδραστικότητας της πρωτεΐνης σόγιας με την αγελαδινή πρωτεΐνη.
Συμπερασματικά, τα φυτικά ροφήματα θεωρούνται ακατάλληλα υποκατάστατα του μητρικού γάλακτος, των βρεφικών γαλάτων και του αγελαδινού γάλακτος στα πρώτα χρόνια της ζωής. Αυτό οφείλεται στη μη προβλεπόμενη και συνήθως χαμηλή περιεκτικότητά τους σε ωφέλιμα λίπη, πρωτεΐνες, βιταμίνες, λακτόζη και ιχνοστοιχεία.
Η αποκλειστική κατανάλωσή τους αντενδείκνυται σε παιδιά και βρέφη, ενώ η μερική κατανάλωσή τους απαιτεί διαιτολογική παρακολούθηση. Ο συστηματικός έλεγχος της παραγωγής και σύστασης των σκευασμάτων αυτών, η ορθή και ακριβής ονομασία των συστατικών τους στις ετικέτες τροφίμων, η πλήρης ενημέρωση των γονέων και η παρακολούθηση των παιδιών που τα λαμβάνουν αποτελούν καίρια βήματα προς τη σωστή και ελεγχόμενη χρήση τους.
Ασπασία Αγγελακοπούλου-Πολυζώη,
ΜΒΒChir, MA, MRCPCH, PhD
Παιδίατρος – Γαστρεντερολόγος,
Συνεργάτης ΙΑΣΩ Παίδων