Κρυψορχία: Στατιστικά – Αίτια – Θεραπεία
Γράφει ο κ. Γεώργιος Χαρμάνης, Παιδοχειρουργός, Διευθυντής Δ’ Παιδοχειρουργικής Κλινικής ΙΑΣΩ Παίδων.
Ένα από τα προβλήματα που απασχολούν τους νέους γονείς και που συχνά εντοπίζεται κατά την εξέταση του νεογέννητου παιδιού στο μαιευτήριο είναι η κρυψορχία. Η κρυψορχία είναι μια ανωμαλία καθήλωσης του ενός ή και των δύο όρχεων στο όσχεο.
Η κρυψορχία αποτελεί τη συχνότερη συγγενή ανωμαλία των έξω γεννητικών οργάνων του άρρενος και υπάρχει σε ποσοστό 3-4% σε τελειόμηνα νεογνά και 0,8-1% σε βρέφη κατά το τέλος του πρώτου έτους ζωής, ενώ στα πρόωρα μπορεί να φτάσει μέχρι 30%, πιθανώς γιατί η φυσιολογική κάθοδος του όρχεως δεν έχει ολοκληρωθεί πριν από την 35η εβδομάδα της κύησης.
Τα αίτια είναι μηχανικά (ανώμαλη πρόσφυση του ορχικού συνδέσμου), ορμονικά (διαταραχή παραγωγής και έκφραση των ορμονών), γονιδιακά (αυξημένη συχνότητα σε θετικό ιστορικό οικογενειακού περιβάλλοντος), φαρμακευτικά (έκθεση σε αντιανδρογόνα, αλκοόλη, τοξικές ουσίες), τοξιναιμία κύησης, διαβήτης κύησης κ.ά.
Έκτοπος όρχις είναι ο όρχις που δεν ψηλαφάται στο όσχεο και βρίσκεται εκτός της φυσιολογικής διαδρομής καθόδου. Η ανωμαλία αυτή οφείλεται σε διαταραχή καθήλωσης του οίακα. Εκτοπία εμφανίζεται σε ποσοστό 5-8%. Η συχνότερη θέση εμφάνισης είναι ο βουβωνικός πόρος (50%), ενώ ενδοκοιλιακά είναι σε ποσοστό 10%. Η κρυψορχία είναι ετερόπλευρη κατά 75% και συχνότερη αριστερά. Στο 20% είναι αψηλάφητος κατά την κλινική εξέταση.
Η κρυψορχία συνήθως διαπιστώνεται από τον παιδίατρο κατά την κλινική εξέταση. Εάν ο όρχις δεν βρίσκεται στο όσχεο, γίνεται προσπάθεια αρχικά να ψηλαφηθεί στη σύστοιχη βουβωνική χώρα αντίστοιχα με την πορεία καθόδου. Εφόσον εντοπισθεί στη βουβωνική χώρα γίνεται προσπάθεια να κατέβει στο όσχεο με αμφίχειρη ψηλάφηση.
Αν ο όρχις δεν ψηλαφάται αντίστοιχα με την πορεία καθόδου του, πιθανόν βρίσκεται σε ενδοκοιλιακή θέση ή στο έσω στόμιο ή εντός του βουβωνικού πόρου, ή βρίσκεται σε έκτοπη θέση. Η απουσία όρχεως μπορεί να οφείλεται επίσης σε ατροφία λόγω ενδομήτριας ή περιγεννητικής συστροφής. Η διαγνωστική προσέγγιση συμπληρώνεται με απεικονιστικές μεθόδους, ορμονικές-βιοχημικές μετρήσεις και γενετική διερεύνηση των ασθενών.
Ο υπέρηχος από ακτινολόγο που έχει εμπειρία στην εξέταση βρεφών και παιδιών, συμβάλλει στην εντόπιση της ακριβούς θέσης του όρχεως, και στη συνύπαρξη βουβωνοκήλης ή υδροκήλης. Εάν ο όρχις δεν ανευρεθεί υπερηχογραφικά μπορεί να βοηθήσει η CT και η MRI, ιδίως σε παχύσαρκα παιδιά.Τα τελευταία χρόνια η λαπαροσκόπηση συμβάλλει σημαντικά στην εντόπιση του ενδοκοιλιακού όρχεως και προσφέρει τη δυνατότητα αποκατάστασης.
Η αποκατάσταση της φυσιολογικής θέσεως του όρχεως είναι επιβεβλημένη γιατί ο όρχις βρίσκεται σε θέσεις όπου η θερμοκρασία είναι αυξημένη σε σχέση με αυτή του όσχεου (34οC ενώ 37οC ενδοκοιλιακά), με αποτέλεσμα να παρατηρείται δυσπλασία και ατροφία του όρχεως και αναστολή της ανάπτυξης των σπερματικών κυττάρων. Οι αλλοιώσεις αυτές ξεκινούν από πολύ νωρίς, ίσως και ενδομήτρια.
Επίσης τα άτομα με κρυψορχία πέρα από την ψυχολογική επιβάρυνση έχουν μεγαλύτερη προδιάθεση για κακοήθεια κατά 5-10 φορές μεγαλύτερη απ’ ό,τι στο γενικό πληθυσμό και αυξάνεται σε 15-33 φορές, σε ενδοκοιλιακούς όρχεις. Η πιθανότητα συστροφής είναι μεγαλύτερη λόγω του μη καθηλωμένου οίακα, ενώ ο τραυματισμός σε άμεση πλήξη στην περιοχή λόγω σύνθλιψης του όρχεως στο κοιλιακό τοίχωμα μπορεί να προκαλέσει μεγάλες βλάβες.
Η θεραπεία είναι χειρουργική (ορχεοπηξία) ενώ η ορμονοθεραπεία λόγω της χαμηλής αποτελεσματικότητάς της (<15% ) σταδιακά αποσύρεται.
Οι σοβαρές επιπλοκές της ορχεοπηξίας μπορεί να είναι ο τραυματισμός του σπερματικού πόρου και η ισχαιμική ατροφία του όρχεως.
Η ηλικία χειρουργικής διόρθωσης της κρυψορχίας σήμερα ξεκινά από τους πρώτους 6 μήνες ζωής για να προληφθούν οι βλάβες από την έκθεση των όρχεων σε αυξημένη θερμοκρασία.
Επίκτητη κρυψορχία εμφανίζεται μετά από εγχείρηση βουβωνοκήλης ή άλλων επεμβάσεων της βουβωνικής χώρας, πιθανόν λόγω δημιουργίας συμφύσεων.