Κουτσούκης: Κατάχρηση εξουσίας και επιβολή δυσβάσταχτων όρων
Προφανώς όλοι μας κάτι έχουμε να πούμε για την άδικη αντιμετώπιση που βιώσαμε κάποια στιγμή από την πλευρά της Πολιτείας, για τα χρόνια των μνημονίων που δε λένε να περάσουν, για την υπομονή μας που εξαντλείται, για το όραμα για ένα καλύτερο μέλλον που έχει θολώσει.
Οι στόχοι μας πλέον, ατομικά και σαν κοινωνία, έχουν γίνει μικρότεροι. Αυτό από μόνο του είναι λυπηρό και δεν θα έπρεπε να το δεχόμαστε.
Σαν εκπρόσωπος ενός κλάδου θα μιλήσω γι αυτά που γνωρίζω καλύτερα με κυριότερο σκοπό τη σύνδεσή τους με τη γενικότερη κατάσταση, τη χρήση τους ως παράδειγμα που αποδεικνύει την τακτική που ακολουθείται και τη συστηματική επίθεση την οποία έχουμε υποστεί σαν κοινωνία, ιδιαίτερα από τα χρόνια των μνημονίων και μετά. Γιατί είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, πλέον, η φτωχοποίηση μεγάλου τμήματος του κόσμου, η κατάρρευση της μεσαίας τάξης, ο ευτελισμός της κατώτερης τάξης, των εργατών, των υπαλλήλων, και των συνταξιούχων, η διάλυση των ονείρων κάθε νέου ανθρώπου και ο διωγμός τους προς αναζήτηση καλύτερης τύχης.
Το παράδειγμα των φαρμακοποιών, που γνωρίζω καλά, είναι χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα, ενάντια σε μία κοινωνική ομάδα, για να προφυλάξει τα συμφέροντα λίγων και ισχυρών.
Στοχοποιώντας αρχικά έναν ολόκληρο κλάδο με τη συνδρομή συνεργαζόμενων μέσων ενημέρωσης, απομονώνοντάς τον από τον υπόλοιπο κοινωνικό ιστό, διαβάλλοντας τον για χρόνια ολόκληρα, περνώντας το μήνυμα ότι αυτοί δεν έχουν ανάγκη, ότι έβγαλαν πολλά που δεν τα αξίζανε και ότι συμμετείχαν σε σκάνδαλα, ξεκίνησαν την ολομέτωπη επίθεση εναντίον μας, μην αφήνοντας στην κυριολεξία τίποτα στην τύχη του. Το φαινόμενο της ενορχηστρωμένης επίθεσης, που υπέστει ο κλάδος μας, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα που έχει συμβεί και αλλού και που θα συνεχίσει να συμβαίνει.
Τα λάφυρα από την επίθεση αυτή, που με την επιβολή των μνημονίων αρπάχτηκαν από το κάθε ελληνικό φαρμακείο και που προφανώς κερδήθηκαν από κάποιους άλλους, είναι αρκετά. Θα τα αναλύσουμε εστιάζοντας στην ουσία. Το αποτέλεσμα είναι ότι τελικά, 11 χρόνια μετά, τίθεται πλέον, χωρίς καμία υπερβολή, σοβαρό ζήτημα βιωσιμότητας για την πλειοψηφία των φαρμακείων της χώρας, τα οποία για να αντέξουν την πίεση έχουν αυξήσει σημαντικά το ωράριο λειτουργίας τους παρέχοντας κάθε λογής νέο προϊόν και υπηρεσία, έχοντας ουσιαστικά πλάσει μια ψευδαίσθηση αναβολής από μια προδιαγεγραμμένη μοίρα που σταθερά και βασανιστικά φέρνει ο χρόνος και απεμπολώντας σε μεγάλο βαθμό τον πρωταρχικό τους χαρακτήρα, που όμως είναι αυτός ο οποίος στην πραγματικότητα τα καθιστά πολύτιμα και αναντικατάστατα.
Η πραγματικότητα σήμερα είναι αυτή και δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι στη χώρα μας, δεν υπάρχουν μόνο τα εντυπωσιακά φαρμακεία με τους μεγάλους χώρους και τους πολλούς υπαλλήλους που βλέπουμε σε κεντρικές οδούς της Αθήνας, συνήθως, που εξάγουν μια εικόνα δυναμικής και πλούτου, με τα οποία ασφαλώς και δεν έχω κανένα πρόβλημα. Υπάρχουν και εκείνα τα φαρμακεία σε κάθε γειτονιά και σε κάθε μικρό χωριό μέσα στα οποία ο φαρμακοποιός ασκεί κι αυτός το λειτούργημά του και παρέχει σημαντικές και ανεκτίμητης αξίας υπηρεσίες, αποδεικνύοντας πολλές φορές μεγαλύτερο ζήλο, συνέπεια και αποτελεσματικότητα σε κάθε μικρό, καθημερινό ή μεγαλύτερης σπουδαιότητας ζήτημα. Είναι και αυτά τα φαρμακεία απαραίτητα, το καθένα για την περιοχή του, αλλά και στο σύνολό τους, δημιουργώντας το πιο πλούσιο δίκτυο φαρμακείων στον πλανήτη.
Όταν οι μεγαλοδημοσιογράφοι των κεντρικών δελτίων ειδήσεων μιλούσαν για άνοιγμα του κλειστού επαγγέλματος των φαρμακοποιών, εννοούσαν την είσοδο ιδιωτών, μη φαρμακοποιών στο χώρο και κατ’ επέκταση τη δημιουργία απρόσωπων αλυσίδων που θα ελέγχονται από τα γνωστά λόμπι. Εννοούσαν, ακόμη, την πολυιδιοκτησία με έναν φαρμακοποιό να μπορεί να κατέχει περισσότερα του ενός φαρμακεία. Μη φαντάζεστε, λοιπόν, ότι τους έπιασε ο πόνος για το νέο φαρμακοποιό που βγαίνει τώρα στο επάγγελμα. Γι αυτόν, το έστω και μερικό άνοιγμα του ιδιοκτησιακού, έχει φέρει μεγαλύτερο ανταγωνισμό και δυσκολίες για να ανοίξει φαρμακείο.
Έχουν πολλαπλασιαστεί οι άνεργοι φαρμακοποιοί στις μέρες μας ή αυτοί που εργάζονται με υπαλληλική σχέση σε ιδιωτικούς ή δημόσιους φορείς, γεγονός που σε καμία περίπτωση δεν είναι κατακριτέο, αλλά φανερώνει από μόνο του μια πραγματικότητα. Εννοούσαν, λοιπόν, τη διάλυση του ατομικού φαρμακείου με έναν φαρμακοποιό υπεύθυνο σε κάθε φαρμακείο και που αντιστοιχεί στο μοντέλο όπου μικρά διάσπαρτα φαρμακεία υπάρχουν παντού. Δεν μιλούσαν για υγιή ανάπτυξη αλλά για ουσιαστική υποβάθμιση των υπηρεσιών που παρέχονται στα φαρμακεία και υπό την έννοια ότι βλέπουμε τη συνολικη εικόνα που αφορά ολόκληρη την ελληνικη επικράτεια.
Όταν μιλούσαν για απελευθέρωση του ωραρίου για να μπορούν οι ασθενείς να βρίσκουν πιο εύκολα φαρμακείο, δε νοιάστηκαν στιγμή για τους ασθενείς. Σκεφτόταν μόνο κάποια φαρμακεία του κέντρου των πόλεων και τις καταναλωτικές ορέξεις περί καλλυντικών και δεν υπολόγισαν ότι εξαιτίας αυτής της απελευθέρωσης θα είναι χιλιάδες αυτά τα φαρμακεία που δεν θα αντέξουν να ακολουθήσουν το ρυθμό με αποτέλεσμα να ζητούν απαλλαγές από εφημερίες και διανυκτερεύσεις και έτσι να έχουμε πλέον φτάσει στο σημείο της χαρακτηριστικής μείωσης του αριθμού των φαρμακείων που εφημερεύουν σε γειτονιές και μη εμπορικές περιοχές. Τα στοιχεία αυτά είναι διαθέσιμα άλλωστε.
Όταν μιλούσαν για μεγάλη δαπάνη στα φάρμακα και σώσιμο των ταμείων, εννοούσαν μείωση του ποσοστού κέρδους του φαρμακοποιού και των αποθηκών με αντίστοιχη αύξηση του ποσοστού των εταιρειών. Εννοούσαν μείωση στις τιμές σε φάρμακα που αποσύρονται, που μείωσαν τις πωλήσεις τους, που αντικαταστάθηκαν από άλλα ακριβότερα για τις ίδιες ασθένειες ( και πολύ σωστά στις περισσότερες περιπτώσεις από την άποψη της θεραπευτικής αξίας) με ταυτόχρονη, όμως, αύξηση ποσοστιαία και επί του συνόλου, της συμμετοχής που πληρώνουν οι ασθενείς. Εννοούσαν, ακόμη, τη μαζική έξοδο από την λίστα των αποζημιούμενων φαρμάκων μιας μεγάλης και πλούσιας σειράς σημαντικότατων φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, τα οποία καλούνται πλέον να πληρώνουν εξολοκλήρου οι ασθενείς.
Και τα οποία συνεχώς αυξάνουν την τιμή τους σε αντιστάθμισμα και για αντάλλαγμα, πιθανά, των μειώσεων των άλλων φαρμάκων, που ακόμη αποζημιώνονται απ’ τα ασφαλιστικά ταμεία. Μιλούσαν, επομένως, οι άνθρωποι για μετακύλιση του κόστους σε άλλους, με σκοπό να σωθούν τα ασφαλιστικά ταμεία, των οποίων το κατάντημα οφείλεται στην ίδια την Πολιτεία και τις επιλογές της και οι οποίες επιλογές στις πλείστες των περιπτώσεων έχουν βρει αποδοχή και στήριξη από τα ίδια λόμπι.
Παράλληλα και εντός αυτών των πλαισίων, ο κλάδος των φαρμακοποιών αποτελεί, ίσως, το μοναδικό κλάδο επαγγελματιών, που πληρώνει σταθερά από την αρχή των μνημονίων, επιπρόσθετο φόρο, πέρα, από τον κανονικό, ο οποίος “δικαίως” αναλογεί στο εισόδημά του, το οποίο σημειωτέον είναι εξαιρετικά απίθανο να αποκρύψουμε στην περίπτωσή μας και που άλλωστε πληρώνει ο κάθε επαγγελματίας, η κάθε μικρή και μεγάλη επιχείρηση. Επιπλέον, λοιπόν, οι φαρμακοποιοί πληρώνουμε ένα πολύ επιβαρυντικό ποσοστό επί των πωλήσεων για κάθε πώληση φαρμακευτικού σκευάσματος, η οποία γίνεται μέσω των ταμείων της κοινωνικής ασφάλισης. Το ποσό αυτό ονομάζεται rebate. Το rebate αποτελεί τον εφιάλτη των φαρμακοποιών εδώ και μια δεκαετία.
Δεν είναι όμως μόνο αυτός ο φόρος. Πέραν αυτού μας χρεώνουν με πρόστιμο επί της αξίας του φαρμάκου, κάθε φορά που ο ασθενής επιλέγει πρωτότυπο φάρμακο και όχι γενόσημο. Λες και μπορούμε να επιβάλλουμε σε κανένα να πάρει αυτό που θέλουμε εμείς. Αυτό το τελευταίο ειδικά αγγίζει τα όρια της γελοιότητας και δημιουργεί ταυτόχρονα σοβαρό ζήτημα με την ελεύθερη βούληση των ασθενών στην επιλογή φαρμάκου.
Όλα αυτά συνεχίζουν να ισχύουν και να εφαρμόζονται απροκάλυπτα κι ενώ η Πολιτεία έχει απαλλάξει από σημαντικά οικονομικά βάρη τις Φαρμακευτικές Εταιρείες, με ποσά πολύ μεγαλύτερα συνολικά από τον επιπλέον φόρο που πληρώνουν οι φαρμακοποιοί. Το αναφέρω αυτό για να γνωρίζουμε όλοι τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να εξοικονομούν χρήματα, τρόπο, όμως που χρησιμοποιούν μόνο όταν κάτι τέτοιο το επιθυμούν οι ίδιοι και όταν πρόκειται να ενεργήσουν σε συμφωνία με την ανεξέλεγκτα φιλελεύθερη τακτική τους, την οποία δεν αποχωρίζονται στιγμή κατά τη λήψη πολιτικών αποφάσεων.
Όταν τώρα κάποιοι μιλούν για απελευθέρωση της αγοράς των φαρμάκων, εννοούν την ανεξέλεγκτη ηλεκτρονική πώληση φαρμάκων ή την πώληση φαρμάκων μέσω άλλων καναλιών. Δε χρειάζεται να μας φοβίζει, όμως, αυτό, ως πολίτες, αφού μας “συμφέρει” οικονομικά η απελευθέρωση, μιας και θα αγοράζουμε 1,20 ευρώ το σκεύασμα μετά από τη σχετική έκπτωση, το οποίο τώρα κοστίζει 1,50 ευρώ και που πριν ελάχιστα χρόνια κόστιζε 0,70. Αυτή κι αν είναι ανάπτυξη.
Διπλασιάζουμε την τιμή και μετά διαφημίζουμε εκπτώσεις. Δε χρειάζεται, επίσης, να μας φοβίζει, που χωρίς κανένα έλεγχο για δοσολογία και αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα, θα λαμβάνει ο καθένας ότι επιθυμεί. Η αποθέωση της αυτοθεραπείας. Η αποθέωση της απόλυτης ανευθυνότητας σε βάρος της δημόσιας υγείας θα έλεγα εγώ και υπέρ του κέρδους και της δημιουργίας μονοπωλίων.
Μιλάμε συνεχώς για φαρμακεία που υπάρχουν παντού. Σε κάθε γειτονιά, σε κάθε μικρό χωριό αυτής της χώρας. Που εργάζονται 24 ώρες το 24ωρο μέσω του θεσμού των εφημεριών και διανυκτερεύσεων. Που παρέχουν υπηρεσίες και δίνουν λύσεις και που, ειδικά σε απομονωμένες περιοχές, αποτελούν το μοναδικό σημείο παροχής πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και το ίδιο συνέβει σε περιοχές στις οποίες εφαρμόστηκε σκληρή καραντίνα εντός των πόλεων.
Που κρατάνε θερμοπύλες για την προάσπιση της δημόσιας υγείας της χώρας μας. Τα φαρμακεία αυτά απ’ ότι φαίνεται κάποιοι δεν τα θέλουν και πολύ κακώς αναφέρονται σ’ αυτά, στο ρόλο τους και στη μεγάλη διασπορά τους στην ελληνική επικράτεια.
Γιατί τα φαρμακεία αυτά δεν θα επιζήσουν για πολύ ακόμη. Και αυτό δεν είναι ούτε φαντασία ούτε ψέμα. Γνωρίζω πολύ καλά ότι στην περιοχή μου υπάρχουν πάρα πολλές περιπτώσεις που με το ζόρι επιβιώνουν. Που σκέφτονται να κλείσουν και να αναζητήσουν αλλού την τύχη τους. Που τους πνίγουν τα χρέη. Που έχουν ήδη κλείσει ή που έχουν μεταφερθεί σε άλλους ιδιοκτήτες.
Στα μικρότερα χωριά της ελληνικης περιφέρειας ο πληθυσμός συνεχώς φθίνει διότι δεν υπάρχουν πλέον κίνητρα για να παραμείνουν οι κάτοικοι. Τα φαρμακεία στις περιοχές αυτές δίνουν μια ζωντάνια στον τόπο αλλά σήμερα κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Την πραγματικότητα δεν την παρουσιάζει αυτό το κείμενο ζοφερή. Είναι ζοφερή.
Το αίσθημα, λοιπόν, ενοχής ως ένας κλάδος ευνοούμενος μας έχει προ πολλού τελειώσει. Η κακή εικόνα που προκύπτει από τις τακτικές λίγων που λειτουργούσαν ή εξακολουθούν να λειτουργούν χωρίς να υπολογίζουν συνέπειες για το κοινωνικό σύνολο, από τη δουλικότητα, την επιπόλαιη ώς και ανεύθυνη στάση τους, δεν μπορεί να χαρακτηρίζει έναν ολόκληρο κλάδο.
Ήρθε η ώρα αυτός ο κλάδος με δυναμισμό και ορθή επιχειρηματολογία να αντισταθεί σθεναρά στη διάλυση του, να διατηρήσει τον πρωταρχικό του ρόλο και χαρακτήρα, αυτόν που χιλιάδες συνάδελφοι υπηρετούν όλα αυτά τα χρόνια και που είναι αυτός που πιο πολύ σήμερα από ποτέ έχει ανάγκη το σύστημα υγείας της χώρας, το εθνικό ασφαλιστικό σύστημα και η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της.