Καρκίνος ωοθηκών
Ο καρκίνος των ωοθηκών είναι η δεύτερη αιτία θανάτου ανάμεσα σε όλους τους γυναικολογικούς καρκίνους. Τα δυο τρίτα των ασθενών διαγιγνώσκονται δυστυχώς σε προχωρημένο στάδιο.
Στην Ευρώπη το 2020 είχαμε περίπου 66.500 νέες διαγνώσεις καρκίνου ωοθηκών με 44.000 θανάτους.
Περισσότερο από το 90% των κακοήθων όγκων των ωοθηκών αφορά τον επιθηλιακό καρκίνο της ωοθήκης με κυριότερο ιστολογικό τύπο το υψηλόβαθμο ορώδες καρκίνωμα, το οποίο έχει και την χειρότερη πρόγνωση.
Λιγότερο συχνοί ιστολογικοί τύποι είναι τα ενδομητριοειδή, τα βλενώδη και τα διαυγοκυτταρικά καρκινώματα και ακόμα πιο σπάνιοι οι στρωματικοί όγκοι και οι όγκοι των γεννητικών κυττάρων.
Όταν η όμως η διάγνωση γίνεται σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας εγείρονται σοβαρά ερωτήματα ως αναφορά την διατήρηση της γονιμότητας.
Επίσης όταν διαγιγνώσκονται κατά της διάρκεια της εγκυμοσύνης θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν και άλλες παράμετροι ως αναφορά την μητέρα αλλά και το έμβρυο.
Οι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου των ωοθηκών είναι:
- Η προχωρημένη ηλικία.
Ο κίνδυνος καρκίνου των ωοθηκών αυξάνεται με την ηλικία. Τις περισσότερες φορές διαγιγνώσκεται σε γυναίκες μετά τα 60 έτη. - Οι κληρονομικές αλλαγές γονιδίων.
Ένα μικρό ποσοστό καρκίνων των ωοθηκών προκαλείται από γονιδιακές αλλαγές που κληρονομείται από τους γονείς. Τα γονίδια που αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου των ωοθηκών περιλαμβάνουν τα BRCA1 και BRCA2. Τα ίδια γονίδια αυξάνουν επίσης τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού. Επίσης αρκετές άλλες μεταλλάξεις γονιδίων είναι γνωστό ότι αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου των ωοθηκών, συμπεριλαμβανομένων των γονιδιακών μεταλλάξεων που σχετίζονται με το σύνδρομο Lynch και τα γονίδια BRIP1, RAD51C και RAD51D. - Το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου των ωοθηκών.
Εάν υπάρχουν συγγενείς πρώτου βαθμού που έχουν διαγνωστεί με καρκίνο των ωοθηκών, μπορεί να υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης της νόσου. - Η παχυσαρκία.
Το υπερβολικό βάρος ή η παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο. - Η μετεμμηνοπαυσιακή θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης.
Η λήψη ορμονικής υποκατάστασης για τον έλεγχο των συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης δύναται να αυξήσει τον κίνδυνο. - Η ενδομητρίωση.
Η παρουσία έκτοπου ενδομητρικού ιστού, συνήθως στην πύελο. - Η ηλικία εμμηναρχής και εμμηνόπαυσης.
Η έναρξη της εμμήνου ρύσεως σε μικρή ηλικία ή η καθυστερημένη εμμηνόπαυση αυξάνει τον κίνδυνο. - Η ατοκία.
Αυξάνει επίσης το κίνδυνο.
Συμπτωματολογία:
- Κολπική αιμόρροια (ιδιαίτερα στην εμμηνόπαυση) ή έκκριση από τον κόλπο που δεν είναι φυσιολογική.
- Άλγος ή πίεση στην περιοχή της πυέλου.
- Άλγος στην κοιλιά ή στην πλάτη.
- Διάταση κοιλίας.
- Αίσθημα γρήγορου κορεσμού ακόμα και με μικρή ποσότητα φαγητού ή δυσκολία στο φαγητό, απώλεια βάρους, ανορεξία.
- Αίσθημα κόπωσης
- Αλλαγή στις συνήθειες του μπάνιου, όπως συχνότερη ή επείγουσα ανάγκη για ούρηση ή/και δυσκοιλιότητα.
Η συμπτωματολογία αυτή δυστυχώς είναι μη ειδική και εκδηλώνεται στην πλειονότητα των περιπτώσεων σε προχωρημένα μόνο στάδια της νόσου.
Λόγω των ανωτέρω είναι εξαιρετικά δυσχερής η πρώιμη διάγνωση της νόσου.
Δεδομένα τυχαιοποιημένων επιδημιολογικών μελετών δυστυχώς δεν υποστηρίζουν την χρήση προσυμπτωματικών εξετάσεων για την διάγνωση της νόσου στον γενικό πληθυσμό όπως γίνεται π.χ. για τον καρκίνο του μαστού (Μαστογραφία) ή για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας (τεστ Παπανικολάου).
Με βάση αυτά τα δεδομένα αυτά τα άτυπα συμπτώματα θα πρέπει να αξιολογούνται και να χρήζουν διερεύνησης από τον Ιατρό.
Διάγνωση
Οι διαγνωστικές εξετάσεις περιλαμβάνουν την γυναικολογική εξέταση το κολπικό ή/και διακοιλιακό υπερηχογράφημα και εφόσον κριθεί απαραίτητο μαγνητική τομογραφία άνω – κάτω κοιλίας με σκιαγραφικό, αξονική τομογραφία θώρακος ή ακόμα και Pet Scan. Τον έλεγχο των καρκινικών δεικτών και πλήρη εργαστηριακό έλεγχο.
Η οριστική διάγνωση της νόσου γίνεται με την λήψη βιοψιών.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση
Κατ΄εξοχήν Χειρουργική
Αποτελεί τον βασικό κορμό της θεραπευτικής προσέγγισης και έχει στόχο την σταδιοποίηση της νόσου και την βέλτιστη ογκομείωση.
Περιλαμβάνει ολική υστερεκτομή, αμφοτερόπλευρη σαλπιγγοωοθηκεκτομή, επιπλεκτομή, πυελική λεμφαδενεκτομή και εξαίρεση κάθε παθολογικής εστίας, ενώ απαιτείται λήψη εκπλύματος της περιτοναϊκής κοιλότητας (ή, εάν υφίσταται, ασκητικού υγρού) προς κυτταρολογική εξέταση.
Η έκταση της χειρουργικής επέμβασης εξαρτάται από το στάδιο και μπορεί να συμπεριλάβει σε προχωρημένη νόσο την εξαίρεση και άλλων οργάνων που έχουν προσβληθεί όπως τον σπλήνα, τμήμα εντέρου, τμήμα ήπατος, τμήμα παγκρέατος κ.λπ. καθώς και την εκτομή μέρους ή ολοκλήρου του διαφράγματος και του περιτοναίου με απώτερο σκοπό την πλήρη εξαίρεση της νόσου.
Εισαγωγική χημειοθεραπεία και ενδιάμεση ογκομειωτική επέμβαση
Όταν θεωρείται ανέφικτη η βέλτιστη ογκομείωση με το πρωτογενές χειρουργείο, πρακτικά σε ασθενείς σταδίων III και IV, μπορεί να δοθούν αρχικά έως 3 κύκλοι εισαγωγικής χημειοθεραπείας.
Έτσι με τη φαρμακευτικά προκαλούμενη μείωση του φορτίου της νόσου, είναι δυνατόν να επιτευχθεί κατά την ενδιάμεση ογκομειωτική επέμβαση ο προαναφερθείς βασικός χειρουργικός στόχος.
Μετεγχειρητικά θα ακολουθήσουν άλλοι 3 κύκλοι χημειοθεραπείας και κατόπιν θεραπεία συντήρησης.
Λόγω της σοβαρότητας και της επικινδυνότητας της νόσου η αντιμετώπιση του καρκίνου των ωοθηκών θα πρέπει να γίνεται αποκλειστικά από εξειδικευμένο Γυναικολόγο Ογκολόγο για να μπορέσει η ασθενής να έχει την βέλτιστη χειρουργική αντιμετώπιση, την οργάνωση του πλάνου αποθεραπείας της και την μετέπειτα παρακολούθηση.
Βλάχος Αθανάσιος, ESGO Certified Expert Gyn Oncologist, Γυναικολόγος Ογκολόγος, Διευθυντής Κέντρου Γυναικολογικής Ογκολογίας