Ιατρική ακριβείας: Η ιατρική του μέλλοντος στα αυτοάνοσα νοσήματα για θεραπείες χωρίς σφάλματα
Γράφει ο Δημήτριος Μπόγδανος, καθηγητής Παθολογίας και Αυτοάνοσων Νοσημάτων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, διευθυντής στην Κλινική Ρευματολογίας και Κλινικής Ανοσολογίας στο Πανεπιστημιακό γενικό Νοσοκομείο Λάρισας, Διευθυντής Σπουδών Αγγλόφωνου Τμήματος Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Η ιατρική ακριβείας περιλαμβάνει τη χρήση προσωπικών ή γενετικών πληροφοριών για την προσαρμογή της ιατρικής φροντίδας ενός ασθενούς. Στην ογκολογία, αυτό μπορεί να συνεπάγεται γενετικό έλεγχο σε βιοψία όγκου, επιτρέποντας στον ιατρό να κάνει θεραπεία με βάση εξατομικευμένους παράγοντες και όχι με βάση τη θέση του όγκου στο σώμα.
Η προσέγγιση έχει προσφέρει σημαντικές νέες επιλογές για τη θεραπεία του καρκίνου και χρησιμοποιείται σε πλείστους των καρκίνων στη σύγχρονη εποχή προσφέροντας ανεκτίμητες λύσεις.
Όταν πρόκειται για αυτοάνοσα νοσήματα, η ιατρική ακριβείας υπόσχεται επίσης πολλά. Μπορεί όμως να μην μείνει στις υποσχέσεις. Όπως ο καρκίνος, ορισμένα αυτοάνοσα νοσήματα λαμβάνουν εξαιρετικά εξατομικευμένες μορφές, ξεφεύγοντας από την απλή αντίληψη ότι όλα τα αυτοάνοσα χαρακτηρίζονται από την υπερενεργοποίηση ενός ανεξέλεγκτου ανοσοποιητικού συστήματος που στοχεύει λανθασμένα ιστούς και κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού καταστρέφοντας ζωτικά μας όργανα όπως το συκώτι, το πάγκρεας, τους πνεύμονες, τα νεφρά ή ακόμη και το νευρικό μας σύστημα και τις αρθρώσεις μας.
Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος είναι ένα τυπικό παράδειγμα που μπορεί να βλάψει μόνο το δέρμα ή να καταστρέψει αν μείνει αθεράπευτος ακόμη και τους νεφρούς. Εν τω μεταξύ, ασθένειες όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα επηρεάζουν έναν ετερογενή πληθυσμό που δύσκολα μπαίνει σε καλούπια. Η ασθένεια μπορεί να επηρεάσει μια μητέρα 30 ετών μετά από εγκυμοσύνη ή μια 70χρονη συνταξιούχο. Όπως οι ίδιοι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί, έτσι είναι και οι εμπειρίες τους με τα αυτοάνοσα νοσήματα είναι τελείως διαφορετικές Οι θεραπείες τους είναι ίδιες η παρόμοιες αλλά οι ανταποκρίσεις τους στην ίδια θεραπεία ποικίλλουν ευρέως. Γιατί ανάμεσα σε δύο δίδυμες μονοζυγωτικές αδελφές που πάσχουν από το ίδιο νόσημα και έχουν τα ίδια ή παρόμοια συμπτώματα η μία θα ανταποκριθεί στην θεραπεία ενώ ή άλλη όχι έχει μόλις πρόσφατα αρχίσει να γίνεται κατανοητό
Η ιατρική ακριβείας έχει μια σειρά από εφαρμογές για τη θεραπεία των αυτοάνοσων ασθενειών. Η θεραπεία με στόχο τη ρευματοειδή αρθρίτιδα είναι ένα τυπικό παράδειγμα. Αυτό περιλαμβάνει έναν πάροχο υγειονομικής περίθαλψης και έναν ασθενή που θέτουν έναν εξατομικευμένο στόχο για ύφεση της νόσου, επιλέγουν ένα φάρμακο που μπορεί στην σύγχρονη εποχή να είναι ένας βιολογικός παράγοντας που επιλεκτικά στοχεύει στην αναστολή των μηχανισμών που ενεργοποιούν το ανοσοποιητικό και στη συνέχεια ελέγχουν την ανταπόκριση στη θεραπεία και τις πιθανές παρενέργειες για να μετρούν την πρόοδο του ασθενούς προς ένα και μοναδικό στόχο, την ύφεση της νόσου με ασφάλεια.
Συνδυάζοντας μια εξατομικευμένη προσέγγιση με την αναδυόμενη τεχνολογία, η διαγνωστική ακριβείας θα μπορούσε επίσης να παίξουν ρόλο στην ενθάρρυνση της φροντίδας με επίκεντρο τον ασθενή για άτομα που ζουν με αυτοάνοσα νοσήματα.
Για παράδειγμα, οι δοκιμές ακριβείας θα μπορούσαν σύντομα να επιτρέψουν στους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης να χρησιμοποιήσουν δείγμα αίματος για να προβλέψουν εάν ένας ασθενής με ρευματοειδή αρθρίτιδα ή ελκώδη κολίτιδα θα ανταποκριθεί σε φάρμακα που ονομάζονται θεραπείες κατά του παράγοντα νέκρωσης όγκου (αντι-TNF) ή αναστολείς των κινασών ή άλλα βιομόρια και βιολογικές θεραπείας.
Οι προγνωστικοί δείκτες θα επιτρέψουν την ελαχιστοποίηση των παρενεργειών, την εξασφάλιση πόρων που ξοδεύονται άσκοπα σε φάρμακα χωρίς ανταπόκριση και στην βέλτιστη δυνατή μακροχρόνια θεραπεία. Τα φάρμακα κατά του TNF μπορεί να είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά, αλλά ο εντοπισμός των ασθενών που επωφελούνται από ένα anti-TNF μπορεί να είναι δαπανηρός και χρονοβόρος. Σχεδόν ένας στους τρεις ασθενείς δεν ανταποκρίνεται στα φάρμακα κατά του TNF.
Όσοι το κάνουν μπορεί να υποβληθούν σε αρκετά χρόνια δοκιμών και σφαλμάτων πριν επιτύχουν τα βέλτιστα αποτελέσματα με άλλες θεραπείες. Η διαγνωστική ακριβείας, ακόμα και στην πιο απλή μορφή της θα μπορεί. Να προβλέψει τι φάρμακο τουλάχιστον δεν πρέπει να πάρει ο άρρωστος γιατί δεν θα ανταποκριθεί ή γιατί θα κάνει παρενέργειες και τέτοιου είδους πληροφορίες μπορούν να καθοδηγήσουν σε εξατομικευμένες αποφάσεις θεραπείας σχετικά με τα φάρμακα, εξοικονομώντας τους ασθενείς από την απογοήτευση, τις παρενέργειες και το κόστος της της αποτυχίας πολλών φαρμάκων.
Η ιατρική ακριβείας εξακολουθεί να είναι μια αναδυόμενη έννοια στη θεραπεία αυτοάνοσων ασθενειών. Η ιατρική ακριβείας θα μπορούσε να ενισχύσει την ικανότητα των παρόχων υγειονομικής περίθαλψης να επιλέγουν «ευνοϊκές επιλογές θεραπείας» και να προβλέψουν τα αποτελέσματα. Παρότι η ιατρικής ακριβεία δεν είναι ακόμη το πρότυπο περίθαλψης, «οδεύουμε προς αυτή την κατεύθυνση» θέλουμε δεν θέλουμε αναγκαστικά και με την πρόοδο της επιστήμης της πληροφορίας και της βιοιατρικής.
Η τελευταία δεκαετία έρευνας χρησιμοποίησε σε βάθος γενετικές και γονιδιωματικές μελέτες για την καλύτερη επίλυση της ετερογένειας των ασθενών και τον εντοπισμό του ανοσολογικού τους «αποτυπώματος» που κάνει καθέναν από αυτούς μοναδικό . Η πρόοδος ένα σημαντικό άλμα προς τα εμπρός τόσο στην κατανόησή μας για αυτές τις πολύπλοκες ασθένειες όσο και στις πιθανές θεραπείες τους.
Δεν θα οδηγηθούμε εκεί εύκολα. Για σύνθετες αυτοάνοσες ασθένειες, το περιβάλλον, η αλληλεπίδραση γενετικής και περιβάλλοντος, καθώς και οι παράγοντες διατροφής και τρόπου ζωής παίζουν σημαντικό ρόλο στην παθογένεση, την εξέλιξη και την ανταπόκριση της νόσου. Για παράδειγμα, ξέρουμε ότι διαταραχές του μικροβιώματος του εντέρου ή ακόμη και του στοματικού βλεννογόνου πυροδοτούν αποκρίσεις αντισωμάτων που οδηγούν στην ρευματοειδή αρθρίτιδα.
Εάν η ιατρική ακριβείας είναι πραγματικά ο στόχος, υπάρχει ανάγκη να διερευνηθούν οι κοινωνικοί καθοριστικοί παράγοντες της υγείας στο πλαίσιο της εξέλιξης της νόσου και της ανταπόκρισης στη θεραπεία σε διαφορετικούς πληθυσμούς. Απαιτούνται εκτενέστερες μελέτες για τη διερεύνηση του συνδυασμού και της αλληλεπίδρασης των μοριακών, κλινικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών παραγόντων σε διαφορετικούς πληθυσμούς ασθενών για την επίτευξη ιατρικής ακριβείας για την αυτοανοσία.
Από τη χρήση γενετικής για τον εντοπισμό νέων γονιδιακών στόχων, στη χρήση μονοκυτταρικής γονιδιωματικής για τον εντοπισμό κυτταρικών και μοριακών υποσυνόλων ασθενειών, σε υπολογιστικές προσεγγίσεις που στοχεύουν στη συγχώνευση όλων αυτών και την επαναχρησιμοποίηση της ιατρικής με στοχευμένο τρόπο, η ιατρική ακριβείας στην αυτοανοσία είναι μια προσπάθεια που θα συνεχίσει να αποδίδει τεράστιες γνώσεις και να οδηγεί σε καλύτερες –και το σημαντικότερο– θεραπείες χωρίς σφάλματα.