Αυτοάνοσα νοσήματα και αναπαραγωγή
Της Μαρίνας Δημητράκη, M.D., MSc., M.H.A., PhD, EFOG-EBCOG
Γυναικολόγος Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, European Fellow of Reproductive Medicine ESHRE/EBCOG, Αναπληρώτρια Επιστημονική Διευθύντρια Embryolab
Καθώς το ζευγάρι ξεκινάει την πολύτιμη από πολλές απόψεις θεραπεία για εξωσωματική γονιμοποίηση χρειάζεται σαφή ενημέρωση για τις πιθανότητες που έχει να πετύχει στην απόκτηση ενός παιδιού. Στις μέρες μας, ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός από τις γυναίκες που υποβάλλονται σε εξωσωματική γονιμοποίηση πάσχει από κάποιο συνοδό χρόνιο νόσημα. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι σύμφωνα με μελέτη που πραγματοποιήθηκε στη Δανία, η οποία συμπεριέλαβε 1.362.200 γεννήσεις, έδειξε πως η συχνότητα των χρόνιων νοσημάτων των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας αυξήθηκε από 3.71% το 1989 σε 15,76% το 2013 (Jolving LR et al, 2016). Τέτοια νοσήματα είναι τα αυτοάνοσα νοσήματα όπως ο ερυθηματώδης λύκος, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η πολλαπλή σκλήρυνση, αυτοάνοσα νοσήματα του θυρεοειδούς όπως θυρεοειδίτιδα, η ελκώδης κολίτιδα, η νόσος Crohn, ο σακχαρώδης διαβήτης.
Μεγάλος όγκος κλινικών δεδομένων δείχνουν ότι το ανοσοποιητικό σύστημα έχει ενεργή συσχέτιση με την αναπαραγωγή. Διαταραχές στον τομέα της αυτοανοσίας στις γυναίκες μπορεί να επηρεάσουν τη γονιμότητά τους. Η συσχέτιση αυτή στηρίζεται:
- στην παρουσία αυτοαντισωμάτων και την διαταραχή της ισορροπίας μεταξύ των διαφόρων κυττάρων και μορίων φλεγμονής (κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος και κυτοκίνες), που παρατηρείται σε γυναίκες με υπογονιμότητα και διαταραχές της αναπαραγωγικής λειτουργίας
- στη συνύπαρξη υπογονιμότητας και αυτοάνοσων νοσημάτων
- στη συσχέτιση παθολογίας ενδοκρινικών οργάνων με αυτοάνοσα νοσήματα
- στις ολέθριες επιπτώσεις των αυτοαντισωμάτων και των ανοσολογικών διαβιβαστών στη γονιμότητα.
Επομένως, παραμένει εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η επίδραση της ύπαρξης των διαφόρων αυτοαντισωμάτων στο αποτέλεσμα της εξωσωματικής γονιμοποίησης, η οποία αποτελεί την πιο αποτελεσματική και διαδεδομένη θεραπευτική προσέγγιση της υπογονιμότητας.
Επιπρόσθετα, η ενδομητρίωση, η οποία αποτελεί χρόνια γυναικολογική πάθηση που αφορά το 2-10% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας, θεωρείται πλέον αυτοάνοση διαταραχή και φαίνεται ότι συσχετίζεται και με άλλα αυτάνοσα νοσήματα.
Μελέτες δείχνουν στατιστικά σημαντική συνύπαρξη ενδομητρίωσης και τουλάχιστον ενός ακόμη αυτοάνοσου νοσήματος. Φαίνεται πως μεταξύ ενδομητρίωσης και λοιπών αυτάνοσων νοσημάτων υπάρχουν κοινοί παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί και βιολογικά μονοπάτια που εξηγούν την αυξημένη συνύπαρξη. Τέτοια είναι η αύξηση των επιπέδων των κυττάρων του ανοσοποιητικού, η μείωση της τοξικής δράσης των ΝΚ κυττάρων και η αυξημένη παρουσία αυτοαντισωμάτων. Eπιπλέον, έχουν ταυτοποιηθεί γονίδια τα οποία σχετίζονται αιτιολογικά τόσο με την ενδομητρίωση όσο και με άλλα αυτοάνοσα νοσήματα (PTPN22, HLA alleles).
Κριτικής σημασίας για τη γονιμότητα είναι παράγοντες που συσχετίζονται με την ίδια τη νόσο και τη θεραπεία της (ενεργότητα της νόσου και της φλεγμονής, φαρμακευτική θεραπεία για τον έλεγχο της νόσου), το περιβάλλον του ενδομητρίου – υποδεκτικότητα, μεταβολές στα μόρια φλεγμονής του ενδομητρίου (κυτοκίνες), διαταραχές των ορμονών του αναπαραγωγικού άξονα καθώς και άλλοι παράγοντες.
Ωστόσο ερωτήματα όπως:
- ποια πιθανότητα που έχει μια γυναίκα με αυτοάνοσο νόσημα να αποκτήσει παιδί μέσω της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό που υποβάλλεται σε εξωσωματική γονιμοποίηση;
- έχουν οι γυναίκες με αυτοάνοσα νοσήματα χαμηλότερη πιθανότητα εμφύτευσης ή χαμηλότερη εμβρυολογική εξέλιξη;
δεν μπορούν ακόμη να απαντηθούν με απόλυτα δεδομένα.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα θα ήταν η μελέτη της συσχέτισης κάθε αυτοάνοσου νοσήματος ξεχωριστά με την αναπαραγωγική λειτουργία και την αποτελεσματικότητα της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.