Ανεπάρκεια βιταμίνης D σε βρέφη, παιδιά & εφήβους
Το γεγονός ότι οι απαραίτητες ανάγκες σε βιταμίνη D μπορούν να καλυφθούν μέσω της επαρκούς έκθεσης στον ήλιο χαίρει κοινής επιστημονικής αποδοχής. Ωστόσο, ο τρόπος ζωής των παιδιών ο οποίος περιλαμβάνει κυρίως δραστηριότητες σε κλειστούς χώρους, αλλά και η απαραίτητη χρήση αντηλιακού λόγω της επικινδυνότητας του ήλιου, αυτομάτως αποκόβουν την βασική πηγή βιταμίνης D για τα παιδιά και τους εφήβους.
Επιπλέον, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η βιταμίνη D στην τελική ενεργοποιημένη της μορφή στο ανθρώπινο σώμα γνωστή ως καλσιτριόλη, δρα ως ορμόνη και παίζει καταλυτικό ρόλο στην ισορροπία του ασβεστίου και του φωσφόρου καθώς και στην υγεία των οστών. Ο κεντρικός ρόλος της βιταμίνης D στα οστά έχει δειχθεί εδώ και δεκαετίες, όταν αποδείχθηκε ότι η χρήση της θεράπευε τη ραχίτιδα στα παιδιά. Η έμφαση της κλινικής έρευνας της τελευταίας εικοσαετίας επάνω στη βιταμίνη εντατικοποιήθηκε από τη στιγμή που γνωστοποιήθηκε ότι τα περισσότερα ανθρώπινα κύτταρα φέρουν τον υποδοχέα της βιταμίνης D. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η βιταμίνη D έχει πιθανόν την ικανότητα να ρυθμίσει τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό και διαφοροποίηση διαφόρων συστημάτων με πιο χαρακτηριστικά το ανοσοποιητικό και το καρδιαγγειακό.
Κατά αυτόν τον τρόπο, έχει προταθεί ως βιταμίνη η οποία μπορεί να παίξει προστατευτικό ρόλο σε ασθένειες ρυθμιζόμενες από το ανοσοποιητικό, όπως ο διαβήτης τύπου 1 και το άσθμα αλλά και φλεγμονώδεις νόσους με κυριότερες τις αναπνευστικές λοιμώξεις.
Ανεπάρκεια Βιταμίνης D στα παιδιά
Η ανεπάρκεια της βιταμίνης D στους παιδικούς πληθυσμούς ανά τον κόσμο αποτελεί ένα μείζων θέμα συζήτησης. Πράγματι τα βρέφη και τα μικρά παιδιά ανήκουν στις ομάδες με υψηλότερο κίνδυνο έλλειψης ή ανεπάρκειας βιταμίνης D. Τα επιδημιολογικά δεδομένα ανά τον κόσμο ποικίλουν ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος, το χρώμα δέρματος, τα ποσοστά παχυσαρκίας, τον εμπλουτισμό των τροφών αλλά και τις διαφορές των αντιδραστηρίων που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των επιπέδων της βιταμίνης D, 25(OH)D. Βάσει Ελληνικών επιδημιολογικών δεδομένων, από μια μελέτη του 2017 που συμπεριέλαβε 2,386 αγόρια και κορίτσια (9-13 ετών) το ποσοστό ανεπάρκειας της βιταμίνης D άγγιζε το 52%.
Παρόμοια δεδομένα προκύπτουν και από τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες για νεότερες ηλικίες. Ταυτόχρονα, παρά το γεγονός ότι τα δεδομένα για τη διατροφική πρόσληψη της βιταμίνης είναι διάσπαρτα και περιορισμένα, γνωρίζουμε βάσει της Γερμανικής μελέτης DONLAD ότι το 80% των παιδιών μεταξύ 1-12 ετών δεν καλύπτουν τις ημερήσιες ανάγκες τους σε D από την τροφή τους. Παρομοίως, δεδομένα από μια Ισπανική μελέτη έδειξαν ότι σχεδόν το 87% των παιδιών μεταξύ 9-13 ετών αδυνατούσαν να καλύψουν τις ανάγκες του σε βιταμίνη D από την τροφή τους.
Έχοντας μια σχεδόν παγκόσμια έξαρση του προσδιορισμού των επιπέδων της βιταμίνης D στο γενικό παιδικό πληθυσμό έχει καταστεί αναγκαίο να προσδιοριστούν εκείνες οι ομάδες των παιδιών που χρήζουν συχνότερης παρακολούθησης της βιταμίνης D. Βάσει διαφορετικών επιστημονικών φορέων για την παιδική υγεία, υπάρχει σύμπνοια ότι τέτοιες ομάδες αποτελούν τα σκουρόχρωμα παιδιά, παιδιά με χρόνια ηπατική ή νεφρική νόσο καθώς και με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου αλλά και παιδιά έγκλειστα σε ιδρύματα.
Πρόσληψη & Συμπληρωματική χορήγηση Βιταμίνης D σε Βρέφη, Παιδιά & Εφήβους
Αναφερόμενοι στο γενικό πληθυσμό χρειάζεται να γίνει ένας διαχωρισμός και να πούμε ότι οι συνιστώμενες προσλήψεις της βιταμίνης έχουν σκοπό την πρόληψη της έλλειψης ή ανεπάρκειας της βιταμίνης D σε παιδιά που δεν έχουν κάποιον άλλον παράγοντα υψηλού κίνδυνου έλλειψης βιταμίνης D.
Για το γενικό πληθυσμό και κατά το πρώτο έτος της ζωής συστήνεται η ημερήσια πρόσληψη 400IU βιταμίνης D ενώ από το πρώτο έτος έως τα δεκαοκτώ έτη συστήνεται ημερήσια πρόσληψη 600IU. Σε ό,τι αφορά τη συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D για το γενικό παιδικό πληθυσμό οι περισσότεροι φορείς παιδικής υγείας συμπεριλαμβανομένης και της Ευρωπαϊκής Εταιρίας Παιδιατρικής Γαστρεντερολογίας Ηπατολογίας και Διατροφής (ESPGHAN) συμφωνούν στην ημερήσια χορήγηση 400IU βιταμίνης D για όλα τα βρέφη κατά το πρώτο έτος. Ειδικότερα, για τα παιδιά που βρίσκονται σε ομάδες υψηλού κινδύνου (σκούρο δέρμα, γεωγραφικό πλάτος, βορειότερα κλίματα) χρειάζεται να λαμβάνεται υπόψη η πιθανότητα συμπληρωματικής χορήγησης βιταμίνης D και πέραν του πρώτου έτους.
Μιλώντας για βρέφη και παιδιά, η χορήγηση της βιταμίνης D μπορεί να πραγματοποιηθεί με τη λήψη σταγόνων. Η βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη και προκειμένου να συντηρηθεί και να απορροφήθει σε υγρή μορφή χρειάζεται μία λιπαρή ουσία και τι καλύτερο αν αυτό είναι το παρθένο ελαιόλαδο. Προφανώς, ανάλογα τη χώρα και τον εκάστοτε φορέα παιδικής υγείας προκύπτουν διαφοροποιήσεις των παραπάνω συστάσεων. Όπως για παράδειγμα τις συστάσεις της Γαλλικής Παιδιατρικής Εταιρίας, βάσει των οποίων συστήνεται η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D όχι μόνο στα βρέφη αλλά και στα παιδιά έως πέντε ετών αλλά και στους έφηβους μεταξύ 10-18 ετών σε δύο μεγαδόσεις μοιρασμένες το Νοέμβριο και Φλεβάρη.
Ανεξαρτήτως των πιθανών διαφορών που υπάρχουν μεταξύ των διαφόρων φορέων παιδικής υγείας ανά την Ευρώπη αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο, η ανεπάρκεια της βιταμίνης D στα παιδιά είναι μια πραγματικότητα η οποία χρήζει αξιολόγησης, εντοπισμού των ομάδων υψηλού κινδύνου, διερεύνησης των αιτιών καθώς και κοινής αποδοχής ορίων επάρκειας και ανεπάρκειας αλλά και θεραπευτικών πρωτοκόλλων συμπλήρωσης.
Από την άλλη, η πανδημική της εικόνα η οποία υπερτονίζει την υποεκτίμηση του γεγονότος ότι η περιορισμένη έκθεση στον ήλιο πιθανόν αποτελεί τη βασική αιτία ανεπάρκειας/έλλειψης της βιταμίνης D, δεν θα πρέπει να καταστρατηγεί τη σημασία της διατροφής στην πρόληψη της ανεπάρκειας της βιταμίνης D. Φυσικά, αυτό αποτελεί και θέμα καλύτερης διατροφικής εκπαίδευσης και ευαισθητοποίησης της οικογένειας όσο και εθνικού σχεδιασμού σχετικά με τον εμπλουτισμό συγκεκριμένων τροφών.