Κετογονική διατροφή
Η πλέον γνωστή σε όλους, κετογονικη διατροφή έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον των ερευνητών τα τελευταία χρόνια. Η βασική διαφορά της με άλλα διατροφικά πρότυπα είναι ότι περιορίζουμε πολύ την κατανάλωση υδατανθράκων και τη διατηρούμε σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Η πρωτεΐνη ορίζεται περίπου στο 1 γρ./κιλό ΣΒ /ημέρα και οι υπόλοιπες αρκετές θερμίδες καλύπτονται από λίπος. Πρόκειται δηλαδή για ένα σχήμα με πολύ λίγους υδατάνθρακες και πολύ λίπος!
Επίδραση στον οργανισμό
Στόχος της δίαιτας αυτής είναι να προκαλέσει κέτωση. Τι είναι όμως η κέτωση; Υπό κανονικές συνθήκες, το σώμα βασίζεται κυρίως στους υδατάνθρακες για την παραγωγή ενέργειας. Όταν όμως δεν υπάρχει αυτό το διαθέσιμο καύσιμο από την τροφή και εξαντληθεί και το αποθηκευμένο γλυκογόνο, το λίπος γίνεται το πιο άμεσα διαθέσιμο καύσιμο. Διασπάται σε ελεύθερα λιπαρά οξέα και τελικά παρέχει τις ενώσεις-“πρώτη ύλη” για την παραγωγή κετονών. Οι κετόνες χρησιμοποιούνται ως καύσιμο για διάφορες λειτουργίες.
Επίδραση στην απώλεια βάρους
Το πρωτόκολλο της κετογονικής διατροφής μελετάται σε διάφορες πτυχές της υγείας. Υπάρχουν δεδομένα που δείχνουν εντυπωσιακή βραχυπρόθεσμη απώλεια βάρους. Ωστόσο, οι περισσότερες αναλύσεις δείχνουν ότι η μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα της κετογονικής δεν διαφέρει από άλλες υποθερμιδικές δίαιτες. Αυτό ίσως οφείλεται στη δυσκολία μακροχρόνιας τήρησης ενός τέτοιου περιοριστικού διατροφικού μοτίβου. Επιπλέον, μέρος του βάρους που χάνεται κατά την οξεία περίοδο της κετογονικής δίαιτας μπορεί να σχετίζεται με απώλεια νερού, παρά με πραγματική απώλεια λίπους. Έτσι, τα εντυπωσιακά βραχυπρόθεσμα νούμερα στην απώλεια βάρους μπορεί να είναι λόγω αυτού αυξημένα.
Επίδραση στην υγεία
Η μακροπρόθεσμη ασφάλεια και επίδραση της κετογονικής διατροφής στην υγεία ακόμα μελετάται. Οι περισσότερες έρευνες μιλούν για βραχυπρόθεσμα οφέλη και παρουσιάζουν αμφιλεγόμενα αποτελέσματα. Για τους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, πιθανά οποιαδήποτε απώλεια βάρους που επιτυγχάνεται με την κετογονικη δίαιτα να έχει θετική επίδραση στην εξέλιξη της νόσου και τη γλυκαιμία, ενώ σχετικά με το λιπιδαιμικό προφίλ, οι μελέτες δείχνουν γενικά βελτίωση στην HDL και τα τριγλυκερίδια, αλλά η απόκριση της LDL είναι μεταβλητή. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε σημαντική διαφορά στο περιεχόμενο και την ποιότητα της διατροφής του κάθε ατόμου. Και αυτό γιατί μία δίαιτα τόσο υψηλή σε λίπος, χωρίς την κατάλληλη καθοδήγηση, μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη κατανάλωση κορεσμένου λίπους.
Όσοι ενδιαφέρονται για τη δίαιτα κετο θα πρέπει να λαμβάνουν την κατάλληλη συμβουλευτική και εξατομίκευση, προκειμένου να ενθαρρύνονται να περιορίζουν τα κορεσμένα λιπαρά και να διασφαλίζουν επαρκή κατανάλωση φρούτων και λαχανικών για να διατηρηθεί η πρόσληψη μικροθρεπτικών συστατικών και φυτικών ινών!
Μήτσια Γιάννα
Διαιτολόγος-Διατροφολόγος, MSc