Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα και Υπογονιμότητα
Του Μιχάλη Κυριακίδη MD, M.Sc.
Γυναικολόγος Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, Αναπληρωτής Επιστημονικός Διευθυντής Embryolab
Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα τις τελευταίες δεκαετίες έχουν αυξηθεί με αλματώδη ρυθμό. Οι σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις είναι βακτηριακές ή ιογενείς λοιμώξεις που μεταδίδονται κυρίως με τη σεξουαλική επαφή και αφορούν περισσότερα απο 30 βακτήρια ή ιούς. Περισσότερο από 1 εκατομμύριο τέτοιες λοιμώξεις αποκτώνται κάθε μέρα σε παγκόσμιο επίπεδο και κάθε χρόνο καταγράφονται περίπου 357 εκατομμύρια νέα κρούσματα σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.
Γιατί όμως φτάσαμε σε αυτό το σημείο; Μάλλον γιατί άλλαξαν οι συνήθειες μας, μάλλον γιατί μειώθηκε η ηλικία έναρξης της πρώτης σεξουαλικής επαφής, μάλλον γιατί υπάρχει εναλλαγή συντρόφων πλέον, κυρίως όμως γιατί αρχίσαμε να αδιαφορούμε για τους κινδύνους που κρύβει το σεξ χωρίς προφυλάξεις. Αμέσως θα σκεφτόταν κανείς οτι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί στον ίδιο. Δυστυχώς όμως οι σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις δεν κάνουν διακρίσεις, καθώς οποιοδήποτε σεξουαλικά ενεργό άτομο μπορεί να μολυνθεί.Πολλές λοιμώξεις δεν έχουν συμπτώματα και παραμένουν αδιάγνωστες για χρόνια. Άλλες πάλι εμφανίζουν συμπτώματα και μας αναγκάζουν να επισκεφθούμε το γιατρό για θεραπεία. Τόσο οι ασυμπτωματικές όσο και οι συμπτωματικές λοιμώξεις που δεν αντιμετωπίστηκαν σωστά μπορεί να έχουν μακροπρόθεσμες επιπλοκές που επηρεάζουν την σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία του ατόμου.
Η σύγχρονη γυναίκα και η γονιμότητά της φαίνεται να είναι πιο ευάλωτες στα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Οι μικροβιακές λοιμώξεις συνήθως ξεκινάνε με ήπια συμπτώματα που πολλές φορές περνάνε απαρατήρητα. Δυστυχώς όμως έχουν την τάση να μεταφέρονται προς τη μήτρα, τις σάλπιγγες και τελικά στην υπόλοιπη περιοχή. Στη μήτρα μπορεί να προκαλέσουν οξεία ή χρόνια φλεγμονή, γεγονός που καθιστά το περιβάλλον αφιλόξενο για ένα έμβρυο και μειώνει τις πιθανότητες εμφύτευσης και εγκυμοσύνης. Κινούμενες ανοδικά μπορεί να προσβάλλουν τις σάλπιγγες και την πύελο και αν δεν αντιμετωπιστούν εγκαίρως ή σωστά τότε προκαλούν την χρόνια πυελική φλεγμονώδη νόσο. Η τελευταία αποτελεί μια από τις βασικές αιτίες υπογονιμότητας στη γυναίκα, καθώς παρατηρείται σε ποσοστό πάνω απο 20% των γυναικών με προβλήματα γονιμότητας. Μακροπρόθεσμα, οι σάλπιγγες παχύνονται και αποφράσσονται ενώ δημιουργούνται συμφύσεις που αλλάζουν τη φυσιολογική ανατομία της περιοχής. Είναι προφανές οτι ένα τέτοιο διαταραγμένο περιβάλλον όχι μόνο δεν ωφελεί τη φυσιολογική σύλληψη αλλά και αυξάνει την πιθανότητα μιας εξωμήτριας εγκυμοσύνης. Επομένως, ακριβής και έγκαιρη εκτίμηση της σοβαρότητας των λοιμώξεων αυτών είναι απαραίτητη για να προφυλαχθεί η μελλοντική γονιμότητα της σύγχρονης γυναίκας.
Από την άλλη πλευρά, τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα μπορεί να είναι η αιτία και της ανδρικής υπογονιμότητας. Παρά την ανάπτυξη καινούργιων αντιβιοτικών, οι μικροοργανισμοί που ευθύνονται για τις λοιμωξεις αυτές μπορεί να προκαλέσουν χρόνιες φλεγμονές του ανδρικού γεννητικού συστήματος, όπως προστατίτιδα, επιδυδιμήτιδα ή ακόμα και ορχίτιδα, γεγονός που μειώνει την αναπαραγωγική ικανότητα του άνδρα. Επιπλέον, οι μικροοργανισμοί αυτοί έχουν συσχετιστεί με τη σταδιακή αλλοίωση της σπερματογένεσης και την επιβάρυνση της ποιότητας του σπέρματος, μειώνοντας τον αριθμό και την κινητικότητα των σπερματοζωαρίων αλλά και την ικανότητα για γονιμοποίηση.
Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα είναι ένα ζήτημα που αφορά το σύνολο των σεξουαλικά ενεργών ανθρώπων ανεξαρτήτως ηλικίας ή φύλου. Σύμφωνα λοιπόν με τους περισσότερους επιδημιολόγους, δεν υπάρχουν ομάδες υψηλού κινδύνου, αλλά ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ υψηλού κινδύνου. Είναι αυτονόητο επομένως πως η ενημέρωση και η προφύλαξη απο νεαρή κιόλας ηλικία μπορεί να αποτρέψει πολλά από αυτά τα περιστατικά και να διαφυλάξει τη μελλοντική γονιμότητα ανδρών και γυναικών.