Το ιαματικό Κόκκινο Νερό της Λάρισας
Το Κόκκινο Νερό είναι ένας παραθαλάσσιος οικισμός στο νομό Λάρισας, και βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του Κίσαβου. Απέχει περίπου 50 χλμ. από την Λάρισα, 150 χλμ. από τη Θες/νίκη και 350 χλμ. περίπου απ την Αθήνα.
Το όνομα του χωριού Κόκκινο Νερό, οφείλεται στην ιαματική πηγή με κόκκινο νερό που αναβλύζει στην περιοχή. Το ανθρακούχο νερό οφείλει το χρώμα του στα μεταλλικά άλατα και θεωρείται ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Το Κόκκινο Νερό είναι από τους παλαιότερους οικισμούς της περιοχής σύμφωνα με ευρήματα από ανασκαφές της αρχαιολογικής υπηρεσίας και αποτελεί πραγματικά ένα ξεχωριστό συνδυασμό βουνού και θάλασσας.
Ο πρώτος που ανέφερε τις ιδιότητες της ποσιθεραπείας των τρεχούμενων νερών της περιοχής, ήταν ο Λατίνος ιστορικός Πλιόνιος ο οποίος είπε ότι «εάν κάποιος ρίξει στο σιντριβάνι των Ευρυμενών ένα χρυσό κόσμημα αυτό θα μετατραπεί σε πέτρα…». Το νερό του σιντριβανιού θα πρέπει να ήταν το σημερινό μεταλλικό Κόκκινο Νερό και γι αυτό το λόγο υπάρχει πιθανότητα στο Κόκκινο Νερό να βρισκόταν η αρχαία πόλη Ευρυμένες.
Το νερό είναι πολύ καλό για τις στομαχικές διαταραχές. Πήγαιναν επίσης πολλά άτομα προληπτικά και για την αντιμετώπιση της φυματίωσης. Το 1900 μια αγγλική εταιρεία έκανε την πρώτη εμφιάλωση η οποία όμως δεν διήρκησε πολύ γιατί δεν μπορούσε να διατηρήσει της ιαματικές ιδιότητες του κόκκινου νερού και εγκατέλειψε την προσπάθεια. Προπολεμικά, αρχές του 1930, χτίστηκε το πρώτο ξενοδοχείο του Γεωργίου Δημητρακόπουλου, εκδότη εφημερίδας «Ελευθερία» της Λάρισας στην παραλία του Κόκκινου Νερού, με σκοπό να αξιοποιηθεί η πηγή του Κόκκινου Νερού, ο καθαρός αέρας και η θάλασσα. Δρόμος για αμάξια δεν υπήρχε και οι παραθεριστές μεταφέρονταν με καίκια από το Στόμιο, μέχρις ότου έγινε ο δρόμος που σύνδεσε τη Λάρισα με το Κόκκινο Νερό.Ο Γ. Δημητρακόπουλος προσπάθησε να εμφιαλώσει το νερό της πηγής και να το εμπορευτεί. Η προσπάθεια του όμως απέτυχε διότι το νερό μετά από λίγες ώρες δεν διατηρούσε τη διαύγεια του.
Συγκεκριμένα, οι λόγοι για τους οποίους είχαν απότύχει όλες οι προσπάθειες για την εμφιάλωση του ιαματικού νερού ήταν αφενός το ότι ο άφθονος σίδηρος που περιείχε κατακάθονταν στον πυθμένα της φιάλης και καθιστούσε το νερό ανενεργό για παθήσεις που θεραπεύει και αφετέρου επειδή χάνονταν η φυσική ουσία που περιείχε. Έκτοτε και γι αυτούς τους λόγους δεν ξαναεπιχειρήθηκε η εμφιάλωση του ιαματικού νερού. Έτσι το ιαματικό Κόκκινο Νερό, όπως ονομαζόταν, γιατί από το σίδηρο που περιείχε η περιοχή όπου έρεε αποκτούσε κόκκινο χώμα, πίνονταν μόνο από την πήγή.
Ανάλυση του νερού των πηγών του Κόκκινου Νερού πραγματοποιήθηκε το 2000, από τον Σύνδεσμο Ιαματικών και Μεταλλικών Πηγών Ελλάδος, ο οποίος έχει δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αξιοποίησή τους. Μάλιστα οι ειδικοί υδρογεωλόγοι που έχουν επισκεφθεί τις πηγές ανταποκρινόμενοι σε πρόσκληση του Δήμου Ευρυμενών, για την εκτίμηση του νερού των πηγών, μετά τις αναλύσεις τους αναφέρουν ότι είναι δυσεύρετο, όσο αφορά στη σύνθεσή του.
Σε πορίσματα που έχουν καταθέσει αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: «Οι πηγές τόσο στο χημισμό τους όσο και στην παροχή τους είναι αξιόλογες». Ειδικότερα, όξινη – οξυανθρακική, ασβεστούχος, μαγνησιούχος, μεταλλική σιδηρούχος, χαρακτηρίζει μία εκ των πηγών που μελέτησε ο υδρογεωλόγος, διδάκτορας Γεωλογίας κ. Ζήσης Αγγελίδης, καθώς και υπόξινες οξυανθρακικές ασβεστούχες, μεσο-μεταλλικές σιδηρούχες, άλλες δύο στην ίδια περιοχή. «…Ο χημισμός, οι παροχές, το περιβάλλον και η υποδομή στον ευρύτερο χώρο των πηγών μας υπαγορεύουν δύο αναπτυξιακές κατευθύνσεις. Η πρώτη έχει περιεχόμενο τον θερμαλισμό και αφορά στις ιαματικές – μεταλλικές πηγές, ενώ η δεύτερη την εμφιάλωση και αφορά στις πηγές του χειμάρρου», αναφέρει επίσης, στην αναφορά του, ο κ. Αγγελίδης.