Παγκόσμια Ημέρα κατά της Υπέρτασης
Αρτηριακή πίεση, ο «σιωπηλός δολοφόνος»
Της Μελίνας Νταλαπάσχα, Διευθύντριας Ά Καρδιολογικής Κλινικής και Επιστημονικά Υπεύθυνης Καρδιολογικού τμήματος ΙΑΣΩ Θεσσαλίας
Ως αρτηριακή υπέρταση ορίζεται η αύξηση της πίεσης στις αρτηρίες του σώματος, με αποτέλεσμα η καρδιά να αναγκάζεται να εργαστεί πιο εντατικά για την κυκλοφορία του αίματος στο σώμα .
Πρόκειται για μια μάστιγα αφού προσβάλλει το 25% του ενήλικου πληθυσμού παγκοσμίως και ο επιπολασμός της αναμένεται να αυξηθεί κατά 60% έως το 2025.
Στη μέτρηση της αρτηριακή πίεσης καταγράφουμε δύο τιμές:
- Τη Συστολική Αρτηριακή Πίεση (ΣΑΠ, μεγάλη): Η πίεση συστολής του καρδιακού μυός, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 140 mmHg.
- Τη Διαστολική Αρτηριακή Πίεση (ΔΑΠ, μικρή): Ο καρδιακός μυς χαλαρώνει μεταξύ των παλμών και η ΔΑΠ δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 90 mmHg.
Σύμφωνα με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Υπέρτασης, η ταξινόμηση της πίεσης για τους ενηλίκους είναι η εξής:
Φυσιολογική πίεση: συστολική πίεση 120 – 129 mmHg και/ή διαστολική 80 – 84 mmHg.
Υψηλή φυσιολογική: συστολική πίεση 130 – 139 mmHg και/ή διαστολική 85 – 89 mmHg ή και τα δύο.
Υπέρταση: συστολική πίεση πάνω από 140 mmHg ή διαστολική πάνω από 90 mmHg ή και τα δύο.
Η διάγνωση της υπέρτασης δεν θα πρέπει να βασίζεται σε μία μόνο συνεδρία μετρήσεων αρτηριακής πίεσης σε μία μόνο επίσκεψη στο ιατρείο, εκτός και αν η αρτηριακή πίεση είναι πολύ αυξημένη και υπάρχουν σαφείς ενδείξεις βλαβών των οργάνων-στόχων. Για όλες τις άλλες περιπτώσεις η διάγνωση της υπέρτασης θα πρέπει να βασίζεται σε μετρήσεις της ΑΠ σε επαναληπτικές επισκέψεις στο ιατρείο με τρεις μετρήσεις της αρτηριακής πίεσης ανά επίσκεψη, που θα πραγματοποιούνται με διαφορά 1–2 λεπτών μεταξύ τους ή σε κατ’ οίκον μετρήσεις της ΑΠ. Πριν την πρώτη μέτρηση οι ασθενείς θα πρέπει να παραμένουν σε άνετη καθιστή θέση, σε ήσυχο περιβάλλον για τουλάχιστον 5 λεπτά.
Τα αίτια της αυξημένης πίεσης ποικίλουν και συνήθως είναι άγνωστα. Στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για την ιδιοπαθή υπέρταση. Η ιδιοπαθής υπέρταση είναι υπεύθυνη για το 95% των περιπτώσεων υπέρτασης. Μπορεί, όμως, να οφείλεται σε κάποια πάθηση των νεφρών , των ενδοκρινών αδένων ή της καρδιάς. Η παχυσαρκία και η αύξηση του σωματικού βάρους αποτελούν ισχυρούς, ανεξάρτητους παράγοντες κινδύνου υπέρτασης. Έχει εκτιμηθεί ότι το 60% των υπερτασικών είναι κατά >20% υπέρβαροι.
Η υπέρταση προκαλεί βλάβες σε όλο τον οργανισμό με κυριότερους στόχους την καρδιά, τον εγκέφαλο και τους νεφρούς.
Συγκεκριμένα ο καρδιακός μυς αρχικά υπερτρέφεται προκειμένου να υπερνικήσει τις αυξημένες αντιστάσεις των μικρών αρτηριών αλλά μακροπρόθεσμα διατείνεται με τελικό αποτέλεσμα τη μείωση της συσταλτικότητάς του και την εμφάνιση καρδιακής ανεπάρκειας. Επιπλέον, η αρτηριακή υπέρταση οδηγεί σε διάταση του αριστερού κόλπου και της αορτικής ρίζας αυξάνοντας τον κίνδυνο για την εμφάνιση τόσο αρρυθμιών και ιδιαίτερα της κολπικής μαρμαρυγής όσο και αορτικών ανευρυσμάτων. Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί και το γεγονός ότι η ΑΠ συχνά συνοδεύεται από πρόσθετους παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων όπως η παχυσαρκία, η υπερχοληστερολαιμία, το κάπνισμα, ο σακχαρώδης διαβήτης με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο καρδιαγγειακός κίνδυνος.
Παράλληλα αυξάνει τον κίνδυνο για ισχαιμικά και αιμορραγικά αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και περιφερική αρτηριοπάθεια.
Εν κατακλείδι η αρτηριακή υπέρταση αποτελεί μία ύπουλη πάθηση χαρακτηριζόμενη και ως «σιωπηλή δολοφόνος» με πολύ σοβαρές επιπτώσεις σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου οργανισμού. Προβάλλει, λοιπόν, ως επιτακτική η ανάγκη της σωστής γνώσης , της συνεχούς παρακολούθησης , της πρόληψης με μείωση των επιβαρυντικών παραγόντων προκειμένου να αποφευχθούν δυσμενή καρδιαγγειακά συμβάματα.