14η Ιουνίου: Παγκόσμια Ημέρα του Εθελοντή Αιμοδότη
Η 14η Ιουνίου έχει οριστεί ως Παγκόσμια Ημέρα του Εθελοντή Αιμοδότη με πρωτοβουλία του Παγκόσμιο Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), του Ερυθρού Σταυρού και της Ερυθράς Ημισελήνου, της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Εθελοντών Αιμοδοτών και του Διεθνούς Οργανισμού Μετάγγισης Αίματος.
Αφορμή για τον σημερινό εορτασμό είναι η ημερομηνία γέννησης του αυστριακού ιατρού Καρλ Λαντστάινερ, που ανακάλυψε τις ομάδες αίματος και τα ρέζους και τιμήθηκε με το Νόμπελ Ιατρικής το 1930 για τις σημαντικές αυτές ανακαλύψεις του.
Την ημέρα αυτή τιμάται ο ανώνυμος εθελοντής αιμοδότης και ο αλτρουισμός που επιδεικνύει προς τον πάσχοντα συνάνθρωπό του, προσφέροντας δύο πολύτιμα αγαθά του χωρίς ανταμοιβή: 10 λεπτά χρόνο από τη ζωή του και 400 κ.ε. αίμα από τα 6 λίτρα που διαθέτει.
Το μήνυμα του εορτασμού της Ημέρας του Εθελοντή Αιμοδότη δεν είναι μόνο να εξαλείψει την προκατάληψη, το φόβο και την άγνοια γύρω από την αιμοδοσία, αλλά κυρίως:
- να προσελκύσει νέους εθελοντές αιμοδότες
- να ενθαρρύνει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους να γίνουν κανονικοί αιμοδότες, δηλαδή τακτικοί εθελοντές αιμοδότες
- να μεταγγίσει στη νέα γενιά αιμοδοτών την ιδέα της μη αμειβόμενης Εθελοντικής Αιμοδοσίας.
Κάθε χώρα, για να καλύψει τις ανάγκες της σε αίμα, χρειάζεται 60.000 φιάλες αίματος ανά 1.000.000 κατοίκους και άρα στην Ελλάδα των 10 εκατομμυρίων απαιτούνται τουλάχιστον 600.000 μονάδες, από τις οποίες μόνο το 40% καλύπτεται από εθελοντές αιμοδότες.
Το βιογραφικό του Καρλ Λαντστάινερ
Επιφανής αυστριακο-αμερικανός γιατρός και βιολόγος. Τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Ιατρικής το 1930 για την ανακάλυψη των κύριων ομάδων αίματος (σύστημα ΑΒΟ), που έκανε τη μετάγγιση αίματος πρακτική ρουτίνας. Επίσης, καθοριστική υπήρξε η συμβολή του στην εξέλιξη της ιατροδικαστικής, της γενετικής και της ανθρωπολογίας.
Ο Καρλ Λαντστάινερ γεννήθηκε στο Μπάντεν της τότε Αυστροουγγαρίας στις 14 Ιουνίου 1868. Γιος μεγαλοδημοσιογράφου της Βιέννης, σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης (1886-1891) και στη συνέχεια χημεία στο Βίρτσμπουργκ, το Μόναχο και τη Ζυρίχη (1891-1893).
Ως βοηθός ερευνητής στο Παθολογοανατομικό Ινστιτούτο της Βιέννης (1898-1908) και ως καθηγητής Παθολογοανατομίας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης (1909-1919), διαπίστωσε βασικές διαφορές στο αίμα των ανθρώπων, που εξηγούσαν τον κίνδυνο από τις χωρίς διάκριση μεταγγίσεις αίματος. Το 1901 μπόρεσε να αποδείξει ότι υπήρχαν τουλάχιστον τρεις κύριοι τύποι ανθρώπινου αίματος, οι οποίοι διέφεραν στο είδος των αντιγόνων, που ήταν συνδεδεμένα με την κυτταρική μεμβράνη των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Ο Λαντστάινερ ονόμασε τις ομάδες τού αίματος A, Β και Ο. Μία τέταρτη ομάδα, που είχε και τα δυο αντιγόνα Α και Β (ομάδα ΑΒ) προστέθηκε τον επόμενο χρόνο.
Πολύ αργότερα, το 1927, όταν είχε μετακομίσει στις ΗΠΑ με υποτροφία του Ιδρύματος Ροκφέλερ, περιέγραψε τα συστήματα ομάδων αίματος Ρ, Μ και Ν, και το 1940 ανακάλυψε μαζί με τον Αλεξάντερ Γουίνερ (1907-1976) τον παράγοντα Ρέζους (Rhesus) ή Rh, από το όνομα του είδους του πιθήκου στον οποίο έκανε την ανακάλυψη. Ο παράγοντας Rh είναι η βάση μιας σειράς συμβάντων που μπορούν να λάβουν χώρα στο αίμα μητέρας και εμβρύου, προκαλώντας αποβολή ή μία επικίνδυνη νόσο του νεογεννήτου.
Το έργο του Λαντστάινερ προσέθεσε ένα σημαντικό κεφάλαιο στην εξέλιξη τής ιατροδικαστικής, προσφέροντας αποδεκτές νομικά ενδείξεις πατρότητας και βοήθεια σε περίπτωση εγκλημάτων. Η απόδειξη ότι οι ομάδες αίματος κληρονομούνται από ειδικά γονίδια προσέφερε ένα αποτελεσματικό μέσο για τη μελέτη της γενετικής του ανθρώπου και την ανθρωπολογία.
Από το συγγραφικό του έργο ξεχωρίζει το βιβλίο «The Specificity of Serological Reactions» («Η ειδικότητα των ορολογικών αντιδράσεων», 1936), κλασικό κείμενο που βοήθησε στην καθιέρωση της επιστήμης της ανοσοχημείας.
Στην προσωπική του ζωή, το 1890 απαρνήθηκε τον ιουδαϊσμό και βαπτίστηκε χριστιανός (ρωμαιοκαθολικός). Το 1916 νυμφεύτηκε την ελληνικής καταγωγής Λεοπολδίνη – Ελένη Βλαστού (1880-1943), με την οποία απέκτησε ένα παιδί, τον μετέπειτα χειρουργό Έρνστ Λαντστάινερ (1917).
Ο Καρλ Λαντστάινερ πέθανε στη Νέα Υόρκη στις 26 Ιουνίου 1943, σε ηλικία 75 ετών.